υπερκινητικός

υπερκινητικός
-ή, -ό, Ν [υπερκινησία]
ιατρ. αυτός που πάσχει από υπερκινησία («υπερκινητικό παιδί»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπερκινητικότητα — η, Ν [υπερκινητικός] ιατρ. υπερκινησία …   Dictionary of Greek

  • Γουίλιαμς, Ρόμπιν — (Robin Williams, Σικάγο 1952 –). Αμερικανός ηθοποιός. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Καλιφόρνια, αλλά το ταλέντο του τον έστρεψε στην υποκριτική. Υπερκινητικός, μίμος, ετοιμόλογος και διασκεδαστής, έγινε ο αγαπημένος ηθοποιός μικρών και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”